φθοριούχος

φθοριούχος
-α, -ο, Ν
(για χημικά στοιχεία και χημικές ενώσεις) αυτός που περιέχει φθόριο (α. «φθοριούχο άλας» β. «φθοριούχο ασβέστιο» γ. «φθοριούχος άργυρος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φθόριο + -ούχος* (< έχω). Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμ. Νοννότη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φθοριούχος — α, ο αυτός που περιέχει φθόριο (βλ. λ.): Φθοριούχος άργυρος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ούχος — (ΑΜ οῡχος) μορφή στην οποία απαντά το ρ. έχω ως β συνθετικό < οοχος με συναίρεση από ονόματα με θεμ. φωνήεν ο (πρβλ. τροπαι ούχος < τρόπαιον, κληρ ούχος < κλήρος, γαλακτ ούχος < γάλα, ακτος). Τα σύνθ. σε ούχος σημαίνουν τον κάτοχο… …   Dictionary of Greek

  • ταχιόλη — η, Ν (παλαιός όρος) ο φθοριούχος άργυρος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”